Ο αναβαθμισμένος ρόλος της Τουρκίας και οι σχέσεις της με την Ελλάδα

Οι οποιεσδήποτε πολιτικές αναλύσεις αναφορικά με το σημερινό ρόλο της Τουρκίας στη διεθνή και ευρωπαϊκή σκηνή, θα πρέπει να γίνονται υπό το πρίσμα του αναβαθμισμένου γεωστρατηγικού ρόλου που επιθυμεί και διαδραματίζει η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Η Τουρκία βρίσκεται σε μια τροχιά εκσυγχρονισμού, τόσο εσωτερικά, όσο και στην εξωτερική της πολιτική, καθώς το δόγμα Νταβούτογλου, των «μηδενικών προβλημάτων», έχει τεθεί σε εφαρμογή. Ενδεικτικά είναι τα ανοίγματα της Τουρκίας τους τελευταίους μήνες προς τους Κούρδους, τη Συρία, το Ιράκ, την Αρμενία, και πρόσφατα προς την Ελλάδα.

Ταυτόχρονα, η αναβάθμιση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, καταδεικνύεται και μέσα από την υπογραφή συμφωνίας με τη Ρωσία για την κατασκευή του πρώτου τουρκικού πυρηνικού σταθμού ύψους 20 δις δολαρίων, και για αύξηση των οικονομικών συναλλαγών μεταξύ Τουρκίας – Ρωσίας στα 100 δις. δολάρια. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Ρώσου Προέδρου για «στρατηγικές» πλέον σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ιδιαίτερα δε σημαντικός είναι και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του διαμεσολαβητή που διαδραμάτισε η Τουρκία στην πρόσφατη ιστορική συμφωνία Τουρκίας, Ιράν, Βραζιλίας για ανταλλαγή πυρηνικών καυσίμων μεταξύ της Τεχεράνης και της διεθνής κοινότητας, ενέργεια η οποία έχει χαρακτηριστεί ως κίνηση – ματ στη διεθνή σκακιέρα.

Τα πιο πάνω είναι ενδεικτικά των επιδιώξεων της Άγκυρας να καταστεί μια μικρή υπερδύναμη στην περιοχή. Πέραν της σημαντικής αναβάθμισης των σχέσεών της με τη Ρωσία, η Τουρκία έχει καταφέρει, σήμερα, να θεωρείται ο φυσικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, και ιδιαίτερα μια γέφυρα μεταξύ των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, η Τουρκία αναβαθμίζεται και οικονομικά, στοχεύοντας να καταστεί παράγοντας σταθερότητας και ευημερίας στην περιοχή, καθώς σήμερα είναι η 17η πιο ισχυρή οικονομία παγκοσμίως και φιλοδοξεί, έως το 2023, να κατακτήσει μια θέση στις πρώτες 10 οικονομίες του κόσμου.

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, η πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού στην Ελλάδα, με 10 Υπουργούς και ένα μεγάλο αριθμό επιχειρηματιών, μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατηγικά στοχευμένη. Πολλοί είναι αυτοί που έσπευσαν να τη χαρακτηρίσουν ως επίδειξη δύναμης του πλούσιου γείτονα προς μια αποδυναμωμένη Ελλάδα στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης. Σαφέστατα όμως, η επιφανειακή αυτή προσέγγιση δε συνάδει καθόλου με τις στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας για εξομάλυνση των σχέσεών της με τους γείτονές της, με στόχο πιο μακροπρόθεσμα οφέλη. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Εγκεμέν Μπαγίς ότι «η ευημερία της Ελλάδας θα βοηθήσει τελικά στην ευημερία της Τουρκίας». Αποδεικνύεται λοιπόν, ότι, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η αλληλεξάρτηση των οικονομιών των κρατών είναι πιθανότατα η κινητήριος δύναμη για την επίλυση οιωνδήποτε διαφορών μεταξύ δύο, κατά τα άλλα, «εχθρικών» χωρών.

Επιπρόσθετα, εάν η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί ως «ιστορική», αυτό σίγουρα θα κριθεί στο μέλλον, και από το ουσιαστικό αποτέλεσμα των όσων έχουν συμφωνηθεί, ήτοι κατά πόσο θα προχωρήσουν οι δύο χώρες από τα μεγάλα λόγια στις μεγάλες πράξεις. Σίγουρα όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η επίσκεψη αυτή σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής μεταξύ των δύο χωρών, στη βάση μιας νέας τάξης πραγμάτων – στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ τους.

Οι 21 συμφωνίες που έχουν υπογραφθεί σε θέματα χαμηλής πολιτικής, η σύσταση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο θα λειτουργεί ως ένα «μικτό Υπουργικό Συμβούλιο», αλλά και οι εκατέρωθεν δηλώσεις των δύο Πρωθυπουργών για κοινές πρωτοβουλίες σε θέματα μείωσης αμυντικών δαπανών και υποβολής σχεδίων πτήσεων πάνω από το Αιγαίο, καταδεικνύουν την πολιτική βούληση των δύο χωρών για ομαλοποίηση των σχέσεών τους σε όλα τα επίπεδα. Ενδεικτικές, εξάλλου, είναι οι δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, για «επανάσταση», και ότι ο «στόχος είναι η αλλαγή της ατμόσφαιρας στις σχέσεις με την Ελλάδα και η αλλαγή της αντίληψης ότι οι δύο χώρες είναι αντίπαλες».

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ο ουσιαστικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Ενάντια σε όσους πιστεύουν ότι η Τουρκία δε θα μπορέσει ποτέ να καταστεί πλήρες μέλος της ΕΕ λόγω των αντιδράσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας, ο Τούρκος Πρωθυπουργός αναφέρθηκε για ακόμη μια φορά, «στο στρατηγικό στόχο της Τουρκίας που είναι η ένταξή της στην ΕΕ». Συνεπώς, δύσκολα πλέον μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τις ευρωπαϊκές επιδιώξεις της Τουρκίας και ότι, σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα μπορεί να καταστεί ένας σημαντικός σύμμαχος. Εξάλλου, καθόλου τυχαίες δεν είναι οι πρόσφατες εκκλήσεις Μπαγίς, προς τους «Έλληνες φίλους, και συμμάχους, να βοηθήσουν την Τουρκία να έρθει πιο κοντά στην ΕΕ».

 

 

Σάβια Ορφανίδου

Γραμματέας Τύπου και Επικοινωνίας της ΟΝΕ

Μέλος Πολιτικού Γραφείου ΔΗΣΥ