Συνεταιρισμός για την Ειρήνη: Μονόδρομος η ένταξη

Η ένταξη της Κύπρου στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη ανέκαθεν θεωρείτο ως μείζονος σημασίας ζήτημα λόγω των στρατιωτικών, και κυριώς, των πολιτικών οφελών που μπορεί να αποκομίσει η Κύπρος. Θλιβερή παραφωνία παραμένει το ΑΚΕΛ και ο Πρόεδρος Χριστόφιας, ο οποίος, αγκυλωμένος στις ξεπερασμένες ιδεολογικοπολιτικές του αντιλήψεις, δήλωσε το Δεκέμβριο του 2008 ότι «όσο είμαι Πρόεδρος, η Κύπρος δεν πρόκειται να ενταχθεί στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη ή στο ΝΑΤΟ».

Δυστυχώς, όμως, για τον Πρόεδρο Χριστόφια, η υποβολή αίτησης για ένταξη της Κύπρου στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, αποτελεί σήμερα επιτακτική ανάγκη και μονόδρομο για την εξυπηρέτηση των εθνικών μας συμφερόντων σε σχέση με το κυπριακό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που σε πρόσφατη δημοσκόπηση, το 77% (πλειοψηφικά από όλα τα κομματικά στρώματα) τάχθηκε υπέρ της ένταξης στο Συνεταιρισμό. Επιβάλλεται πλέον οι κυβερνώντες να αντιληφθούν ότι οι καιροί και οι προσανατολισμοί αλλάζουν και ότι οι πολιτικές αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται με βάση δογματισμούς και ιδεοληψίες.

Το θέμα της ένταξης της Κύπρου στο Συνεταιρισμό επανέρχεται στο προσκήνιο τις τελευταίες μέρες λόγω της επικείμενης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, κατά την οποία θα αποφασιστεί το νέο στρατηγικό δόγμα της Συμμαχίας και η ενίσχυση των αμυντικών σχέσεων ΝΑΤΟ-ΕΕ, ΝΑΤΟ-Ρωσίας και ΕΕ-Τουρκίας. Οι πιο κάτω λόγοι καταδυκνείουν γιατί η συγκεκριμένη χρονική στιγμή θεωρείται κρίσιμη για υποβολή της αίτησης της Κύπρου για ένταξη:

Πρώτον, ως γνωστό, οι σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΕ επηρεάζονται δυσμενώς από το κυπριακό πρόβλημα, καθώς από τη μια, η Κύπρος αντιτίθεται στην ένταξη της Τουρκίας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας και από την άλλη, η Τουρκία θέτει βέτο στη συμμετοχή της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Πρόσφατα ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ πρότεινε πρακτικούς τρόπους παράκαμψης του προβλήματος (αμυντική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και συμμετοχή Κύπρου στην επιτροπή ασφάλειας του ΝΑΤΟ), οι οποίοι ενδεχομένως να γίνουν αποδεκτοί από την τουρκική πλευρά, στη βάση ανταλλαγμάτων προς την Άγκυρα (οφέλη σχετικά με την ένταξή της στην ΕΕ). Μια τέτοια εξέλιξη εκμηδενίζει την ισχύ που έχει το κυπριακό βέτο και αφήνει εκτεθημένη την Κύπρο, η οποία, εάν διατηρήσει την αρνητική της στάση, θα παρουσιάζεται ως η πλευρά που δημιουργεί προβλήματα. Παράλληλα, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις αρνητικές επιπτώσεις που θα έχει ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην πορεία των συνομιλιών για το κυπριακό. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των αρνητικών εξελίξεων είναι η άμεση υποβολή αίτησης της Κύπρου για ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.

Δεύτερον, βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες των ΗΠΑ να πειστεί η Τουρκία να δεχθεί την εγκατάσταση του αντιπυραυλικού συστήματος του ΝΑΤΟ στο έδαφος της, με ανταλλάγματα που ενισχύουν τα στρατηγικά συμφέροντά της στην περιοχή. Είναι εμφανές ότι η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη πλήρως την καίρια γεωστρατηγική της θέση, διαπραγματεύεται με τους δικούς της όρους το ρόλο της στο νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ, αναβαθμίζοντας τη θέση της. Την ίδια ώρα η στάση της Κύπρου θα παραμένει ενδεχομένως το μοναδικό εμπόδιο στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού των αμυντικών σχέσεων ΝΑΤΟ-ΕΕ, με τις όποιες δυσμενείς συνέπειες αυτό συνεπάγεται για το κυπριακό.

Τρίτον, παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα από όλες τις κατευθύνσεις για ενίσχυση των σχέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ ότι το ΝΑΤΟ «βρίσκεται σε ένα νέο ξεκίνημα στις σχέσεις του με τη Ρωσία…η συνεργασία αυτή στην αντιπυραυλική άμυνα θα μας δώσει ένα πολύ ισχυρό πλαίσιο για να αναπτύξουμε μια αληθινή Ευρωαντλαντική αρχιτεκτονική ασφάλειας». Είναι άξιο απορίας πως γίνεται μια υπερδύναμη όπως η Ρωσία να έχει απεγκλωβιστεί από τις ιδεολογικές τις αγκυλώσεις, να είναι μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη και να επιδιώκει την αναβάθμιση των σχέσεων της με το ΝΑΤΟ, ενώ μια μικρή χώρα όπως η Κύπρος να συμπεριφέρεται με όρους του παρελθόντος.

Τέταρτον, η υποβολή αίτησης της Κύπρου για ένταξη στο Συνεταιρισμό θα αποδείξει εμπράκτως την καλή της θέληση να συμβάλει στις προσπάθειες διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης και θα αναδείξει τη γεωστρατηγική της αξία.

Η δημοσκόπηση έχει καταδείξει ότι οι πολίτες έχουν αντιληφθεί τα πιο πάνω. Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν και πότε θα το αντιληφθεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας;

 

Σάβια Ορφανίδου

Γραμματέας Τύπου και Επικοινωνίας της ΟΝΕ

Μέλος Πολιτικού Γραφείου ΔΗΣΥ