Συγκριτικά πλεονεκτήματα Αναστασιάδη

Πολλά έχουν λεχθεί τελευταίως αναφορικά με τη συμφωνία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ για στήριξη της υποψηφιότητας Αναστασιάδη στις επικείμενες Προεδρικές εκλογές. Βεβαίως, το σίγουρο είναι ότι η ιστορική αυτή συνεργασία, ανοίγει διάπλατα το δρόμο για την εκλογή Αναστασιάδη στο ύπατο αξίωμα, δίνοντας αισιοδοξία και κουράγιο στους πολίτες για αντιμετώπιση των χαλεπών καιρών που διανύουμε.

Πέρα όμως από το προφανές, η συμφωνία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ προσφέρει αδιαμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα στην υποψηφιότητα Αναστασιάδη έναντι των ανθυποψηφίων του.

Καταρχάς, η ίδια η συμφωνία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ. Όλοι γνωρίζουμε ότι στο παρελθόν, οι συμφωνίες για τις Προεδρικές επιτυγχάνονταν μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου των εκλογών, χωρίς την κατάρτιση κοινού προγράμματος που να δεσμεύει τον υποψήφιο, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση της κοινωνίας ότι αυτό γινόταν στη βάση του διαμοιρασμού της εξουσίας. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουν οι πολίτες είναι ότι για πρώτη φορά, επιχειρήθηκε η επίτευξη συνεργασίας μεταξύ δύο πολιτικών δυνάμεων στη βάση ενός εντατικού και ειλικρινή διαλόγου, ο οποίος διεξάχθηκε πολύ πριν τον πρώτο γύρο των εκλογών. Αποτέλεσμα του διαλόγου ήταν η επίτευξη συγκλίσεων σε ένα μεγάλο φάσμα καίριων ζητημάτων, τα οποία ενδυναμώνουν τη δημοκρατία, τη συνευθύνη, τη συλλογικότητα και εκσυγχρονίζουν κράτος και θεσμούς. Προσπάθεια του κοινού επιτελείου δεν ήταν η σύγκλιση σε γενικολογίες, αλλά η σύγκλιση σε εξειδικευμένα θέματα σε όλους τους τομείς. Κυριότερα δε, οι συγκλίσεις αυτές αποτελούν τις δεσμεύσεις του κοινού υποψήφιου σε περίπτωση εκλογής του. Δεσμεύσεις τις οποίες, όπως ο ίδιος ο Νίκος Αναστασιάδης δήλωσε, σκοπεύει να τηρήσει «μέχρι το τελευταίο ιώτα».

Η ιστορική συμφωνία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ εισήγαγε στα πολιτικά δρώμενα του τόπου μια νέα, σύγχρονη προσέγγιση πολιτικής φιλοσοφίας σε θέματα συνεργασιών, η οποία βασίζεται στη διαφάνεια των πολιτικών θέσεων, στην πραγματική διαβούλευση και στην ειλικρινή διάθεση για επίτευξη συγκλίσεων, με κύριο μέλημα το καλώς νοούμενο συμφέρον του τόπου. Κυριότερα δε, η νέα αυτή προσέγγιση αυξάνει κατά πολύ τις πιθανότητες τήρησης των δεσμεύσεων από τον κοινό υποψήφιο, καθώς τον καθιστά περισσότερο υπόλογο, τόσο στις πολιτικές δυνάμεις που τον στηρίζουν, όσο και στο λαό που θα τον εκλέξει.

Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι, με δεδομένη τη συμφωνία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ και με την πιθανή ενίσχυση της με ΕΥΡΩΚΟ ή/και Οικολόγους, ενδεχόμενη εκλογή Αναστασιάδη δεν προϋποθέτει τη στήριξη της από την ηγεσία του ΑΚΕΛ. Φυσικά, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να επικαλεστεί κανείς από τους άλλους δύο υποψηφίους. Ο Μαλάς ήδη στηρίζεται από το ΑΚΕΛ, ενώ ο Λιλλήκας, σε περίπτωση που περάσει στο δεύτερο γύρο, για να έχει πιθανότητες εκλογής, θα πρέπει να στηριχθεί από το ΑΚΕΛ, στη βάση της παραδοσιακής μορφής συνεργασίας, μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής, με ότι αυτό συνεπάγεται. Συνεπώς, και στις δύο περιπτώσεις σεναρίων δευτέρου γύρου, η ψήφος, είτε σε Μαλά, είτε σε Λιλλήκα, ισοδυναμεί με συνέχιση της διακυβέρνησης του ΑΚΕΛ. Και ήδη γνωρίζουμε πολύ καλά που μπορεί να μας οδηγήσει αυτή η διακυβέρνηση…

Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε ακόμη ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της υποψηφιότητας Αναστασιάδη. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την τραγική οικονομική μας κατάσταση και να θέσουμε την οικονομία μας σε τροχιά ανάκαμψης, θα πρέπει να προωθήσουμε διαρθρωτικές αλλαγές σε πολλά ζητήματα, οι οποίες, στις πλείστες περιπτώσεις, απαιτούν την έγκριση της Βουλής των Αντιπροσώπων. Είναι επίσης γνωστό ότι ο εκάστοτε Πρόεδρος, για να προωθήσει τις δικές του πολιτικές, θα πρέπει το κυβερνητικό του έργο να υποστηρίζεται από την πλειοψηφία της Βουλή. Η συμφωνία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ, ή ενισχυμένη όπως λέχθηκε και πιο πάνω, προσφέρει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο Νίκο Αναστασιάδη για να προχωρήσει με τις τομές, για τις οποίες δεσμεύτηκε. Δεν μπορεί όμως να λεχθεί το ίδιο, ούτε για την υποψηφιότητα Μαλά, ούτε για την υποψηφιότητα Λιλλήκα. Είναι απλά μαθηματικά. Και τα αποτελέσματα της «κυβερνώσας Βουλής», τα γνωρίζουμε πολύ καλά με την παρούσα διακυβέρνηση!