Η Κύπρος στην Επενδυτική Βαθμίδα

Η Κύπρος απώλεσε την πρόσβαση της για δανεισμό από τις διεθνείς αγορές το Μάιο του 2011. Ως συνέπεια αυτού, ακολούθησε μια σειρά από υποβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας από τους ξένους οίκους αξιολόγησης, με αποτέλεσμα, μέχρι το Μάρτιο του 2013, η οικονομία να έχει φτάσει στον πάτο των «σκουπιδιών». Τον Απρίλιο του 2013 η Κύπρος εντάχθηκε σε Μνημόνιο. Η συνεπής εφαρμογή του Προγράμματος οδήγησε στη δημοσιονομική εξυγίανση και στη δημιουργία πλεονασματων, στην υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και στην ομαλοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος. Ως αποτέλεσμα τη σωστής οικονομικής πολιτικής, τα τελευταία χρόνια οι οίκοι αξιολόγησης προχώρησαν σε πέραν των 20 αναβαθμίσεων της κυπριακής οικονομίας. Σήμερα, σχεδόν εφτά χρόνια από την πρώτη εκείνη υποβαθμιση σε «σκουπίδια» από τους Standard and Poor’s (Ιαν. 2012), ο ίδιος οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε την Κύπρο από το ΒΒ+/Β στο ΒΒΒ-/Α-3, επαναφέροντας επιτέλους την κυπριακή οικονομία στην επενδυτική βαθμίδα.
Η αναβάθμιση της Κύπρου στην επενδυτική βαθμίδα ήρθε σε μια κρίσιμη εποχή για το τραπεζικό μας σύστημα, καθώς προηγήθηκαν οι πολύ δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις για το κλείσιμο του Συεργατισμού και για τη Συμφωνία με την Ελληνική Τράπεζα. Τόσο αυτή η εξαιρετικής σημασίας αναβάθμιση, όσο και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους FITCH, DBRS και Moody’s καταδεικνύουν ότι οι τελευταίες κινήσεις της Κυβέρνησης για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Όσο δύσκολες και εάν ήταν σε πολιτικό επίπεδο αυτές οι αποφάσεις, αποδεικνύονται πολύ θετικές για την οικονομία του τόπου και για το δημόσιο συμφέρον. Είναι μέσα από τέτοιες δύσκολες αποφάσεις που μπορούμε να διορθρώσουμε πάγιες στρεβλώσεις της οικονομίας, να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη των καταθετών και των επενδυτών, και να διασφαλίσουμε οριστικά την ομαλότητα στον τραπεζικό τομέα. Οι κινήσεις της Κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την πρόσφατη πώληση €3δις ΜΕΔ από την Τράπεζα Κύπρου, αλλά και την επικείμενη πώληση μεγάλου ποσοστού των ΜΕΔ από την Ελληνική Τράπεζα, δημιουργούν τις προοπτικές για ένα πραγματικά υγιές τραπεζικό σύστημα, το οποίο θα ανταποκρίνεται θετικά στο αυστηρό ευρωπαικό εποπτικό περιβάλλον.
Στην ανακοίνωση του, ο οίκος Standard and Poor’s αναφέρεται στις θετικές εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της οικονομίας γύρω στο 4% και στην περαιτέρω μείωση της ανεργίας, ενώ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα περιοριστεί στο 83% του ΑΕΠ μέχρι το 2021 και ότι τα ΜΕΔ θα μειωθούν στο 34% του συνόλου των δανείων μέχρι το τέλος του 2018, από 51% το 2017. Η εκτίμηση του οίκου για το δημόσιο χρέος είναι νευραλγικής σημασίας καθώς, ως γνωστό, η Κυβέρνηση πρόσφατα αύξησε το δημόσιο χρέος κατά €3.2δις με την έκδοση ομολόγων για να ενισχύσει την προσπάθεια επίτευξης της Συμφωνίας με την Ελληνική Τράπεζα, ανεβάζοντας το στο 104% του ΑΕΠ. Εκτιμάται ότι στα επόμενα 2-3 χρόνια, λόγω της ενισχυμένης αναπτυξιακής προοπτικής της οικονομίας, αλλά και της συνέχισης της δημιουργίας πλεονασμάτων, το δημόσιο χρέος θα ακολουθήσει πτωτική πορεία. Αυτή η διαδικασία μπορεί να ενισχυθεί και με τη σωστή διαχείριση του Φορέα Διαχείρισης ΜΕΔ που έχει ήδη συσταθεί, ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα, εάν όλα λειτουργήσουν σωστά, να εισπράττει μέχρι και €250εκ το χρόνο από τις αναδιαρθρώσεις των ΜΕΔ, τα οποία θα αποτελούν καθαρά έσοδα για το κράτος.
Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίθα έχει άμεσα οφέλη για την κυπριακή οικονομία. Αποκαθίσταται πλήρως η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομία μας, αυξάνοντας την εμπορευσιμότητα των κυπριακών ομολόγων από ποιοτικούς επενδυτές. Η απόδοση των κυπριακών ομολόγων μειώνεται περισσότερο, οδηγώντας σε πιο φτηνό δανεισμό και σε μεγαλύτερες εξοικονομήσεις από τον προϋπολογισμό (και κατ’ επέκταση μεγαλύτερα πλεονάσματα), οι οποίες θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπτυξιακές δαπάνες και κοινωνική πολιτική. Επιπρόσθετα, θα αυξηθεί και ο βαθμός ρευστότητας των ομολόγων, καθώς αυτά θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν ως collaterals στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οδηγώντας ακόμη πιο κατω την απόδοση τους.
Οι προκλήσεις της κυπριακής οικονομίας βεβαίως δεν θα εξαληφθούν. Η διαχείριση των ΜΕΔ, ιδιαίτερα απο τον Φορέα, απαιτεί μεγάλη προσοχή. Η ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, ιδιαίτερα σε ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται έντονα από το λαικισμό και τη δημαγωγία. Απαιτείται περισσότερη βούληση. Και περισσότερη αντοχή στο πολιτικό κόστος.