Τα δύσκολα έπονται

Είναι αλήθεια ότι το κλίμα μας έχει πέσει πολύ βαρύ τον τελευταίο καιρό. Οι τραγικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η πολιτική αστάθεια που εξακολουθεί να υφίσταται και τα εφιαλτικά σενάρια χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε.

Δεν χρειάζεται κανείς να έχει ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις για να αντιληφθεί ότι όλα αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα, με αποκορύφωμα το ενδεχόμενο επιστροφής της χώρας στη δραχμή, θα έχουν ανυπολόγιστες και καταστροφικές συνέπειες τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο κοινωνικό – πολιτικό σύστημα. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπως αυτό της σύγχρονης εποχής, όπου η οικονομική αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών της ΕΕ αυξάνεται, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, η καταστροφική πορεία μας χώρας, έστω και του σχετικά μικρού μεγέθους της Ελλάδας, λειτουργεί σαν ντόμινο παρασύροντας και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη σε επικίνδυνα και άγνωστα μονοπάτια.

Στην Κύπρο επηρεαζόμαστε περισσότερο λόγω της στενής σύνδεσης του τραπεζικού μας συστήματος με αυτό της Ελλάδας, και της μεγάλης έκθεσης των κυπριακών τραπεζών από την αγορά ελληνικών ομολόγων. Το νομοσχέδιο για την κρατική ενίσχυση της Λαϊκής Τράπεζας, το οποίο κατατέθηκε και ψηφίστηκε σχεδόν στο παρά πέντε, σίγουρα δεν αποτελεί το τέλος της οδύσσειας μας αλλά την απαρχή μιας νέας πολύ δύσκολης εποχής για τα οικονομικά δρώμενα του τόπου. Στην πραγματικότητα, το όλο ζήτημα δεν είναι καθόλου περίπλοκο. Πρέπει να εξευρεθούν άμεσα τρόποι για τη διάσωση του δεύτερου μεγαλύτερου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος της Κύπρου. Παράλληλα, επίσης άμεσα, πρέπει να εξοικονομηθούν/εξευρεθούν χρήματα για να επιτύχουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους για το 2012, όπως είναι και η δέσμευση μας έναντι της ΕΕ. Δυστυχώς, και για τους δύο αυτούς λόγους, θα απαιτηθούν περισσότερες θυσίες.

Για την κατάσταση που ζούμε σήμερα ευθύνονται πολλοί. Και εξωτερικοί παράγοντες, αλλά και λάθη στη διαχείριση της οικονομικής μας πολιτικής. Σίγουρα αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε η ώρα επίρριψης ευθυνών για τα χάλια της οικονομίας μας, ούτε η περίοδος για έντονους διαξιφισμούς. Όμως, οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι «το πρόβλημα το έχουν δημιουργήσει οι τραπεζίτες» και «εάν δεν υπήρχε η έκθεση των τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα…δεν θα χρειαζόμασταν καμιά απολύτως βοήθεια από κανένα μηχανισμό», αγγίζει μόνο μια διάσταση της αλήθειας και δεν ανταποκρίνεται απόλυτα σε αυτή. Είναι καλά γνωστό σε όλους ότι, ανεξαρτήτως του τραπεζικού προβλήματος, η Κύπρος επιβάλλεται να ακολουθήσει πορεία δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία ενδεχομένως να μας οδηγούσε από μόνη της σε μονοπάτια που δεν θα θέλαμε να διαβούμε. Οπότε τέτοιου είδους δηλώσεις από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σαφέστατα δεν συμβάλλουν στη γενικότερη προσπάθεια για σύνεση και συλλογικότητα στην εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης της όλης κατάστασης.

Είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα της οικονομίας μας είναι η αδυναμία δανεισμού από τις διεθνείς αγορές και οι συνεχείς υποτιμήσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Για το λόγο αυτό, όπως πολύ εύστοχα δήλωσε πρόσφατα ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, απαιτείται «η επανάκτηση της αξιοπιστίας της κυπριακής οικονομίας σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο». Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η πρόσφατη συνάντηση του Προέδρου του ΔΗΣΥ με τον Πρόεδρο του Eurogroup, αλλά και οι συναντήσεις που θα ακολουθήσουν σύντομα με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ τοποθέτησε το όλο ζήτημα της οικονομίας στη σωστή του διάσταση, αντιλαμβανόμενος ότι ο μόνος τρόπος για να ανταπεξέλθουμε σε αυτές τις δύσκολες εποχές είναι να αναζητήσουμε λύσεις και στήριξη από τους ευρωπαίους εταίρους μας μέσα από στα θεσμικά πλαίσια της Ευρωζώνης. Μια πρωτοβουλία που αναμφίβολα θα έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εν κατακλείδι, είναι ευχή όλων μας να επικρατήσει η νηφαλιότητα και η λογική στις επερχόμενες εκλογές στην Ελλάδα, για να επανέλθει η πολιτική σταθερότητα και να τηρηθεί η δέσμευση για σταδιακή υλοποίηση του Μνημονίου. Αναγνωρίζω ότι αυτό είναι πολύ πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη. Γνωρίζω όμως μετά βεβαιότητας ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Για το καλό της Ελλάδας, για το καλό της Κύπρου, για το καλό της ΕΕ.