Πριν περίπου ενάμιση χρόνο, με πρωτοβουλία του ΚΕΒΕ και του Τ/Κ Εμπορικού Επιμελητηρίου, ετοιμάστηκε ένα φιλμάκι με τίτλο «Τι θα γίνει αν…», με σκοπό την προβολή των οικονομικών οφελών μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού, και για τις δύο κοινότητες.
Όπως είχα γράψει τότε σε άρθρο μου, ο επιχειρηματικός κόσμος βρισκόταν πάντοτε πιο μπροστά από πολιτικούς και πολίτες, εντάσσοντας στην εξίσωση της λύσης, τον πιο σημαντικό παράγοντα για την εποχή που ζούμε, την οικονομική προοπτική. Με την πρόσφατη επανέναρξη των συνομιλιών και το θετικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί, τα οικονομικά οφέλη της λύσης είναι σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις μεγάλες προσπάθειες των πολιτών και της Κυβέρνησης για να επανέλθει η οικονομία μας σε τροχιά ανάπτυξης. Όμως έχω βαθιά την πεποίθηση ότι η επανένωση του τόπου μας θα επισπεύσει τις θετικές οικονομικές προοπτικές και θα οδηγήσει σε μια ουσιαστική επανεκκίνηση την κυπριακή οικονομία. Η ανάπτυξη οικονομικών, εμπορικών και τουριστικών δραστηριοτήτων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, η εκμετάλλευση της τεράστιας αγοράς της Τουρκίας και οι νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη νέων αγορών για την κυπριακή οικονομία θα συντείνουν στη διευκόλυνση των προσπαθειών για επιτάχυνση της ανάκαμψης και της εξόδου από την κρίση.
Ιδιαίτερα, μια βιώσιμη λύση θα οδηγήσει στην περαιτέρω ενίσχυση της ναυτιλίας μας με την ελεύθερη πρόσβαση των κυπριακών πλοίων σε τουρκικά λιμάνια και στην προώθηση μεγάλων αναπτυξιακών έργων, ιδιαίτερα στο Βορρά, μέσω της άντλησης περισσότερων κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά ταμεία, δημιουργώντας έτσι νέες θέσεις εργασίας και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα μας. Και μόνο η ανοικοδόμηση της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου και το άνοιγμα του λιμανιού της, θα συμβάλει τα μέγιστα στην επίσπευση της ανάκαμψης της κυπριακής οικονομίας. Κυριότερα δε, η επίλυση του κυπριακού θα δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας και ειρήνης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στην κυπριακή οικονομία και προσελκύοντας ξένες επενδύσεις.
Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για να μπορέσουν οι δύο κοινότητες να εκμεταλλευτούν τα οικονομικά οφέλη της λύσης. Πρωτίστως, η οικονομική πτυχή της λύσης θα πρέπει να συμβαδίζει με την αρχή της ελεύθερης διακίνησης εργασίας, κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και με πολιτικές που διασφαλίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τη χρηστή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και την εφαρμογή αυστηρών κανόνων εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. Αυτές οι αρχές θα πρέπει να ισχύουν και για το ομόσπονδο κράτος και για τα κρατίδια. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, πολλά από τα οικονομικά ζητήματα προστριβής μεταξύ των δύο κοινοτήτων, θα καταστούν πλέον άνευ αντικειμένου.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τη διαχείριση του φυσικού αερίου και την αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου. Οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε θετικά τον εθνικό μας πλούτο, καταδεικνύοντας ότι τα εθνικά μας συμφέροντα μπορούν να συνάδουν απόλυτα με τα συμφέροντα των δυνάμεων στην περιοχή, και ιδιαίτερα της Τουρκίας. Με αυτό τον τρόπο το φυσικό μας αέριο, μέσα από σωστή και συνετή διαχείριση, μπορεί να καταστεί ο καταλύτης για την επίλυση του κυπριακού, αλλά και για τη δημιουργία συνθηκών σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Μόνο μέσα από την επανένωση του τόπου μας θα μπορέσουν και οι δύο κοινότητες να εκμεταλλευτούν το θαλάσσιο μας πλούτο προς το συμφέρον ολόκληρης της Κύπρου.
Δεν έχω αμφιβολία ότι οι ευνοϊκές οικονομικές προοπτικές που δημιουργούνται από το «τι θα γίνει αν..» λυθεί το κυπριακό, ανοίγουν ένα τεράστιο παράθυρο ευκαιρίας, το οποίο καμία κοινότητα δεν έχει την πολυτέλεια να κλείσει. Αυτές οι προοπτικές είναι το «όχημα» μας για την επίσπευση της ανάκαμψης της οικονομίας μας. Τα οποιαδήποτε προβλήματα προσαρμογής που ενδεχομένως να προκύψουν, σύντομα θα υπερπηδηθούν εάν υπάρχει πραγματική βούληση για να εφαρμοστεί η συμφωνημένη λύση. Στο τέλος της ημέρας, θα είναι στο χέρι του κάθε Κύπριου πολίτη να πάρει τη σωστή απόφαση για το μέλλον του τόπου μας.