Οι Οικονομικές Πτυχές του Κυπριακού

Καιρός ήταν να ξεκινήσει ο διάλογος για την οικονομική πτυχή του Κυπριακού. Όχι γιατί πιστεύω ότι ο οικονομικός παράγοντας είναι ο λόγος που πρέπει να λυθεί το κυπριακό – αυτός θα είναι πάντα η εθνική μας επιβίωση. Αλλά επειδή θεωρώ ότι για την εποχή που ζούμε, και ιδιαίτερα λόγω της πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, ο οικονομικός παράγοντας θεωρείται ως ένας από τους πλέον σημαντικούς.

Έχουν ακουστεί διάφορα. Ιδιαίτερα αυτοί που σταθερά διατηρούν την απορριπτική γραμμή, καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες αποδόμησης της σημαντικής προοπτικής ανάπτυξης του τόπου λόγω λύσης του προβλήματος, με το πρόσχημα ότι ακόμη δεν έχουν γίνει μελέτες για το θέμα. Κανείς βεβαίως δεν αμφισβητεί την ανάγκη να γίνουν μελέτες. Αλλά δεν είναι απαραίτητες για να μπορέσει κάποιος να προβάλει κάποια λογικά επιχειρήματα: ότι η εξάλειψη του πολιτικού προβλήματος και η δημιουργία συνθηκών σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή, θα ενισχύσει την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ότι η προώθηση μεγάλων αναπτυξιακών έργων σε όλη την Κύπρο, και ιδιαίτερα η ανοικοδόμηση της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου και το άνοιγμα του λιμανιού της, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα συμβάλει στην επίσπευση της ανάπτυξης. Ότι η ανάπτυξη οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ των δύο κοινοτήτων και η εκμετάλλευση της τεράστιας αγοράς της Τουρκίας θα οδηγήσουν σε ευκαιρίες ανάπτυξης νέων αγορών και στην ουσιαστική επανεκκίνηση της οικονομίας μας.

Η αλήθεια είναι ότι το «κόστος» της λύσης, δεν είναι στην πραγματικότητα κόστος, αλλά επένδυση στο μέλλον της πατρίδας μας. Οργανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης, η Διεθνής Τράπεζα αλλά και ευρωπαϊκά ταμεία, μπορεί να καταστούν πηγές χρηματοδότησης για προώθηση αυτών των επενδύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο διαφαίνεται ότι εντάσσεται και η δημιουργία Ταμείου Ανοικοδόμησης, το οποίο θα πρέπει να διαχειριστεί το όλο ζήτημα με σύνεση και υπευθυνότητα.

Υπάρχουν βεβαίως και αντικειμενικές δυσκολίες στην ενοποίηση των δύο οικονομιών. Είναι πολύ σημαντικό η οποιαδήποτε λύση να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της ενοποιημένης οικονομίας. Για να επιτευχθεί αυτό, η λύση θα πρέπει να συμβαδίζει με την αρχή της ελεύθερης διακίνησης εργασίας, κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και με πολιτικές που διασφαλίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τη χρηστή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και την εφαρμογή αυστηρών κανόνων εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. Αυτό το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο. Ας μην ξεχνάμε ότι, τα τελευταία χρόνια, εφαρμόζουμε με πολλές θυσίες και προσπάθειες ένα Μνημόνιο που έχει αλλάξει εκ βάθρων το οικονομικό μας σύστημα, και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για πισωγυρίσματα. Θα πρέπει συνεπώς με τον ίδιο τρόπο να αλλάξει συθέμελα και το οικονομικό σύστημα στα κατεχόμενα. Θα πρέπει η τουρκοκυπριακή οικονομία να προσαρμοστεί στο κοινοτικό κεκτημένο, στους κανόνες του ευρώ-συστήματος και της ΕΚΤ. Για αυτό και πιστεύω ότι η κίνηση για προετοιμασία των κατεχομένων για υιοθέτηση του ευρώ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όπως επίσης και οι πρόσφατες επαφές της Κυβέρνησης με ΔΝΤ και Διεθνή Τράπεζα για παροχή τεχνικής στήριξης για τη διεξαγωγή τεχνοκρατικών μελετών.

Τέλος, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που θα αντιμετωπίσουμε έγκειται στην κάλυψη του κόστους των αποζημιώσεων για το περιουσιακό, ένα ζήτημα εξαιρετικά περίπλοκο. Διαφαίνεται ότι μεγάλη μερίδα προσφύγων θα προτιμήσει αυτή την επιλογή. Για κάλυψη του κόστους φαίνεται ότι γίνεται προετοιμασία για τη δημιουργία Ταμείου δωρητών, μέσω επαφών με Ευρωπαϊκές και αραβικές χώρες. Θα πρέπει βεβαίως να υπολογιστεί το ύψος του κόστους για να υπάρξει μια πιο καθαρή εικόνα, να αποφασιστεί με ποιο τρόπο θα καλυφθεί και ιδιαίτερα, σε ποιο βαθμό θα συνεισφέρει η Τουρκία, λαμβάνοντας υπόψη πρόσφατα δημοσιεύματα που μιλούν για κάλυψη μέχρι και 40% του κόστους υπό προϋποθέσεις.

Παρά τις πιο πάνω δυσκολίες, είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η επανένωση του τόπου μας μπορεί να δώσει διέξοδο στα σημερινά μεγάλα αδιέξοδα, και ιδιαίτερα σε θέματα ανάπτυξης και ευημερίας που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος μας. Για αυτό το λόγο επιλέγω να βλέπω το ποτήρι πάντα μισογεμάτο παρά μισοάδειο. Στο τέλος της ημέρα, η όποια απόφαση είναι στο χέρι του κάθε Κύπριου πολίτη.