Απάντηση στην Παρελθοντολογία!

Ο Γιώργος Λιλλήκας, στην πρόσφατη προσπάθεια του να μας υπενθυμίσει ότι είναι και αυτός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας, χρησιμοποίησε, για πολλοστή φορά, τη ξύλινη γλώσσα της παρελθοντολογίας για να ασκήσει κριτική στην προσπάθεια εξεύρεσης συγκλίσεων μεταξύ ΔΗΣΥ – ΔΗΚΟ ενόψει των προεδρικών εκλογών.

Προσωπικά, ως άτομο που ασχολείται με τα πολιτικά δρώμενα του τόπου, θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό το δημόσιο διάλογο και την εποικοδομητική άσκηση κριτικής μεταξύ πολιτικών «αντιπάλων», πάντοτε φυσικά στο πλαίσιο τεκμηριωμένων απόψεων.

Αυτό όμως που ξενίζει στην προκειμένη περίπτωση, και αποτελεί, δυστυχώς, ενορχηστρωμένη προσπάθεια όσων υποστηρίζουν την υποψηφιότητα Λιλλήκα, είναι αυτή η εμμονή, γιατί περί εμμονής πρόκειται, στο παρελθόν και σε αντιλήψεις μιας άλλης εποχής. Παρακολουθώντας τις δηλώσεις του ίδιου του υποψηφίου αλλά και των υποστηρικτών του, ιδιαίτερα μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ωσάν να μην έχουν περάσει 8 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2004, ωσάν να μην έχει προηγηθεί η καταστροφή και η τραγωδία στο Μαρί, ωσάν να μην είναι η οικονομία μας στο χείλος της καταστροφής, ωσάν να μην έχει αγγίξει κόκκινο η απαξίωση των πολιτών, και ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, για την πολιτική.

Ειρωνεύτηκε ο κ. Λιλλήκας, για το «πόσα λεωφορεία θα χρειαστούν για να μεταφέρουν τους Υπουργούς του κ. Αναστασιάδη από τους διάφορους πολιτικούς χώρους». Προφανώς αυτό που πραγματικά ενοχλεί είναι ότι ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, με βάση πρόσφατες δημοσκοπήσεις, συγκεντρώνει ποσοστά υποστήριξης από όλους τους πολιτικούς χώρους ακριβώς γιατί έχει καταφέρει με υπευθυνότητα, σοβαρότητα και, κυριότερα, με τις πράξεις του, να πείσει μια μεγάλη μερίδα του λαού ότι είναι αυτός που μπορεί να ηγηθεί αυτού του τόπου, σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη εποχή. Όταν κάποιος έχει όραμα και σύγχρονες, τεκμηριωμένες προτάσεις δεν χρειάζεται να καταφεύγει σε πολιτικές μιας άλλης, ξεπερασμένης εποχής, που, έτσι και αλλιώς, μαθηματικά δεν βγαίνουν! Εκτός και εάν ο κ. Λιλλήκας υπαινίσσεται ότι οι αξιωματούχοι των «διάφορων πολιτικών χώρων» τρώνε κουτόχορτο. Σε αυτή την περίπτωση, μάλλον η σωστή απάντηση είναι «εξ ιδιών κρίνει τα αλλότρια»!

Αναφέρθηκε ο κ. Λιλλήκας στην «ένθερμη υποστήριξη του κ. Αναστασιάδη στο Σχέδιο Ανάν». Εδώ ισχύει απόλυτα η γνωστή λαϊκή ρήση «στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα». Η απόφαση του καθενός από εμάς, περισσότερο δε αυτών που ασχολούνται με την πολιτική, στο δημοψήφισμα του 2004, είναι καταγεγραμμένη και δεν παραγράφεται. Όμως, έχει τονιστεί και επισημανθεί δεκάδες φορές, δια στόματος του ίδιου του Προέδρου του ΔΗΣΥ, ότι το Σχέδιο Ανάν δεν μπορεί να επανέλθει με κανένα τρόπο. Για τον πολύ απλό και αυτονόητο λόγο ότι ο ίδιος ο λαός, ο οποίος καλείται να το εφαρμόσει στη πράξη, το απέρριψε. Με βάση την κοινή λογική, κανένας Πρόεδρος που πραγματικά επιθυμεί μια βιώσιμη και εφικτή λύση του κυπριακού, δεν μπορεί να θέσει ενώπιον του λαού και των πολιτικών δυνάμεων ένα παρόμοιο σχέδιο ή προτάσεις που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν θα περάσουν. Είναι σαν να προεξοφλά την προσωπική του αποτυχία!

Όσο αφορά τα περί «νεοφιλελεύθερων θέσεων του Αναστασιάδη στην οικονομία», αυτά αποτελούν σαφέστατα εμπαιγμό της νοημοσύνης των πολιτών. Μια απλή ανάγνωση των διαχρονικών θέσεων του Προέδρου του ΔΗΣΥ, είναι αρκετή για να πειστεί οποιοσδήποτε ότι η δημοσιονομική εξυγίανση που προτείνει, θα γίνει παράλληλα σε συνάρτηση με την προώθηση της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Ο Νίκος Αναστασιάδης έχει τη διορατικότητα να αντιληφθεί ότι, αυτό που απαιτείται αυτές τις κρίσιμες ώρες, είναι «η επανάκτηση της αξιοπιστίας της κυπριακής οικονομίας». Και προς αυτή την κατεύθυνση εργάζεται με επαφές και συναντήσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Δεν γνωρίζω πόσο δίκαιο έχει ο κ. Λιλλήκας όταν λέει ότι δεν μπορεί να είναι στο «ίδιο λεωφορείο με το Νίκο Αναστασιάδη». Το μοναδικό, δηλαδή, «πολιτικό λεωφορείο» στο οποίο ακόμα δεν έχει επιβιβαστεί. Αυτό, όμως, που γνωρίζω σίγουρα είναι ότι στο «λεωφορείο» του Αναστασιάδη, χωράνε όλοι όσοι πιστεύουν ότι αυτός ο τόπος αξίζει επιτέλους ένα καλύτερο αύριο και ένα ελπιδοφόρο μέλλον για μας και για τα παιδιά μας.